πρωταγγελος

πρωταγγελος
    πρωτάγγελος
    πρωτ-άγγελος
    ὅ впервые возвещающий, предвестник
    

(εἰαρινῶν ῥόδων π. Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "πρωταγγελος" в других словарях:

  • πρωτάγγελος — harbinger masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτάγγελος — ὁ, ΜΑ αυτός που πρώτος αναγγέλλει κάτι αρχ. ο αρχάγγελος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ἄγγελος] …   Dictionary of Greek

  • πρωτάγγελον — πρωτάγγελος harbinger masc/fem acc sg πρωτάγγελος harbinger neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωταγγέλῳ — πρωτάγγελος harbinger masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτάγγελα — πρωτάγγελος harbinger neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτάγγελε — πρωτάγγελος harbinger masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»